- πράυνση
- ηκατευνασμός, γαλήνεψη, ημέρωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πράϋνση — η / πράϋνσις, ύνσεως, ΝΑ, ιων. τ. πρήϋνσις, Α [πραΰνω] 1. τροπή μιας κατάστασης από την ένταση στην ηρεμία, κατευνασμός 2. (σχετικά με θυμό) μαλάκωμα, ημέρωμα 3. ιατρ. (σχετικά με σωματικό πόνο) ανακούφιση … Dictionary of Greek
πέψη — Bλ. λ. πεπτικό σύστημα. * * * η / πέψις, εως, ΝΜΑ [πέσσω] ο μετασχηματισμός τών τροφών σε απλές χημικές ουσίες, ικανές να διεισδύσουν στο εσωτερικό περιβάλλον, δηλαδή στο αίμα ή στη λέμφο ενός οργανισμού αρχ. 1. η ωρίμαση, το να γίνουν οι καρποί… … Dictionary of Greek
πρήϋνσις — ύνσεως, ή, Α ιων. τ. βλ. πράυνση … Dictionary of Greek
πραϋντικός — ή, ό κυρ. καταπραϋντικός, αυτός που συντελεί στην πράυνση: Πραϋντικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)